βραδιάζω — ιασα, ιάστηκα, βραδιασμένος 1. απρόσ., βραδιάζει, αρχίζει να γίνεται βράδυ, να νυχτώνει: Όταν βραδιάζει κάνει ψύχρα. 2. το μέσ., βραδιάζομαι με βρίσκει η νύχτα στο δρόμο, νυχτώνω: Βραδιάστηκα στο δάσος. 3. φτάνω με τον ερχομό της νύχτας: Ελπίζω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
αβράδιαστος — η, ο [βραδιάζω] 1. αυτός που δεν τόν βρήκε το βράδυ, που φτάνει κάπου πριν βραδιάσει 2. μτφ. αυτός που ποτέ δεν δύει, αβασίλευτος, ανέσπερος, πάντα φωτεινός, αιώνιος … Dictionary of Greek
βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα … Dictionary of Greek